- ευμελής
- ης, ες1) мелодичный; 2) уст. стройный, хорошо сложённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμελής — melodious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμελής — ές (ΑΜ εὐμελής, ές) μελωδικός, εύηχος, αρμονικός, γεμάτος αρμονία («εὐμελὴς μουσική», Αριστοτ.) νεοελλ. αυτός που έχει καλλίγραμμα και αρμονικά τα μέλη τού σώματος, που διαθέτει σωματική συμμετρία, ευγραμμία, πλαστικότητα αρχ. ευχάριστος,… … Dictionary of Greek
εὐμελῆ — εὐμελής melodious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐμελής melodious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐμελής melodious masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμελεῖς — εὐμελής melodious masc/fem acc pl εὐμελής melodious masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμελές — εὐμελής melodious masc/fem voc sg εὐμελής melodious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμελέστατον — εὐμελής melodious masc acc superl sg εὐμελής melodious neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμελεστάτην — εὐμελής melodious fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμελέστερος — εὐμελής melodious masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμελῶς — εὐμελής melodious adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμέλεια — η (Α εὐμέλεια) [εὐμελής] 1. μελωδικότητα, μουσικότητα, αρμονικότητα («φύσει διαφόρῳ προς εὐμέλειαν κεχορηγημένον», Διόδ.) 2. ευφωνία, μελωδική γλώσσα, ευρυθμία στον λόγο («τὶ οὖν ἦν ἄτοπον εἰ καὶ Δημοσθένει φροντὶς εὐφωνίας τε καὶ εὐμελείας… … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek